- πανσώτειρα
- πανσώτειραall-savingfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανσώτειρα — ή, ΜΑ αυτή που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σώτειρα] … Dictionary of Greek